μονοφαγία

μονοφαγία
η (ΑΜ μονοφαγία) [μονοφάγος]
το να τρώγει κάποιος μόνος, χωρίς την παρουσία άλλου
νεοελλ.-μσν.
το να τρώγει κάποιος μία φορά την ημέρα
νεοελλ.
το να τρώει κανείς ένα μόνον είδος φαγητού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μονοφαγία — μονοφαγίᾱ , μονοφαγία eating alone fem nom/voc/acc dual μονοφαγίᾱ , μονοφαγία eating alone fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοφαγίαν — μονοφαγίᾱν , μονοφαγία eating alone fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek

  • АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”